ροδακινιά

ροδακινιά
(ροδακινέα η κοινή ή προύνος ο περσικός). Οπωροφόρο δέντρο της υποοικογένειας των προυνοειδών, της οικογένειας των Ροδιδών (δικοτυλήδονα). Δέντρο μέτριων διαστάσεων, ύψους έως 4 μ., έχει βλαστούς που ανοίγουν προς τα έξω και φύλλα βραχύμισχα, λογχοειδή, πριονωτά, πράσινα, περισσότερο ή λιγότερο ανοιχτόχρωμα. Τα άνθη έχουν 5 ρόδινα πέταλα και πολυάριθμους στήμονες. Οι καρποί (τα ροδάκινα) είναι δρύπες, συνήθως σφαιροειδείς, χωρισμένες στην επιφάνεια σε δυο μισά, σχεδόν συμμετρικά, από ένα πλάγιο αυλάκι που οδηγεί από την κοιλότητα του ποδίσκου στην κορυφή, η οποία σε μερικές ποικιλίες είναι ομφαλοειδής: ποικίλλουν πολύ, ανάλογα με την ποικιλία, το μέγεθος του καρπού, ο χρωματισμός του, το άρωμα της σάρκας. Η επιδερμίδα είναι τις περισσότερες φορές βελούδινη, χάρη σε ένα λεπτό χνούδι, άλλοτε όμως είναι λεία (μηλοροδάκινα)· το μεσοκάρπιο (ή σάρκα) είναι χυμώδες, εύκολα υγροποιούμενο ή τραγανό, κίτρινο (ροδάκινα κιτρινόσαρκα) ή λευκό (ροδάκινα λευκόσαρκα), κοκκινωπό κοντά στον πυρήνα (κουκούτσι),πάνω στον oποίο μπορεί να προσκολλείται (ροδάκινα συμπύρηνα) ή όχι (ροδάκινα εκπύρηνα)· τέλος το ενδοκάρπιο (ή πυρήνας), ξυλώδες, ωοειδές-μυτερό, ακανόνιστα ρωγμώδες, περιέχει το δικοτυλήδονο σπέρμα, στο οποίο υπάρχει αμυγδαλίνη και πρωσικό οξύ, ουσίες που το κάνουν δηλητηριώδες. Τα ροδάκινα, που έχουν γεύση νόστιμη και άρωμα ευχάριστο, εκτιμώνται ιδιαίτερα και τρώγονται είτε νωπά είτε ξηρά είτε, ακόμα, σε χυμούς, μαρμελάδες ή γλυκά. Οι αρχαίοι Έλληνες δεν γνώριζαν τη ρ. H παρουσία της στην Ευρώπη, σε αρκετά ευρεία κλίμακα, έχει επισημανθεί από διάφορους συγγραφείς γύρω στον 1o αι. μ.Χ. Πιστεύεται ότι εισήχθη από την Κίνα, στην οποία συναντάται αυτοφυής, καλλιεργούμενη από αρχαιοτάτων χρόνων. Στην Ελλάδα καλλιεργείται σχεδόν παντού: οι πιο συστηματικοί και σύγχρονοι οπωρώνες βρίσκονται στη δυτική Μακεδονία, απ’ όπου γίνεται εξαγωγή πολλών χιλιάδων τόνων ροδάκινων, κυρίως στην κεντρική Ευρώπη. Η ρ. καλλιεργείται επίσης σε μεγάλη κλίμακα στην Ιταλία, στη Γαλλία και στη Νότια Αμερική (Καλιφόρνια, Βιρτζίνια, Τέξας), όπου κατά την τελευταία πενταετία φροντίζουν πολύ την καλλιέργειά της. Ανθισμένα δέντρα ροδακινιάς. Μηλοροδάκινα, με χαρακτηριστική λεία επιδερμίδα. Ροδάκινα ποικιλίας Πρίγκιπας Αλβέρτος.
* * *
η / ῥοδακινέα, ΝΜΑ βοτ.
κοινή ονομασία τού οπωροφόρου δέντρου Προύνος ο περσικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥοδάκινον / ῥωδάκινον + κατάλ. -έα (πρβλ. μηλ-έα, συκ-έα). Ο τ. ροδακινιά με συνίζηση (πρβλ. μηλ-ιά, συκ-ιά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ροδακινιά — η δέντρο της οικογένειας των αμυγδαλοειδών· ο καρπός της, ροδάκινο, το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • βάρβιλος — βάρβιλος, η (Α) η άγρια ροδακινιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

  • βερικοκιά — Δέντρο της οικογένειας των ροδιδών, στην οποία υπάγονται και άλλα πιο μεγάλα οπωροφόρα. Κατάγεται από την κεντρική Ασία. Στην Ελλάδα μεταφέρθηκε πιθανώς κατά τον 1ο αι. π.Χ. Η επιστημονική του ονομασία είναι προύνος η αρμενική. Καλλιεργούνται… …   Dictionary of Greek

  • δρύπη — Σαρκώδης καρπός με ξυλώδες ενδοκάρπιο (κουκούτσι), που αποτελεί το κέλυφος του πυρήνα. Η δ. είναι χαρακτηριστικός καρπός πολυάριθμων φυτών της οικογένειας των ροδιδών (υποοικογένεια προνοειδή, π.χ. δαμασκηνιά, κερασιά, βερικοκιά και ροδακινιά).… …   Dictionary of Greek

  • κομμίωση — Παθολογική έκκριση κόμμεων στα φυτά. Προσβάλλει συχνά οπωροφόρα δέντρα, όπως είναι η ροδακινιά, η βερικοκιά, η κερασιά και η δαμασκηνιά, και οφείλεται σε τραυματισμούς, σε φυσιολογικές διαταραχές, σε μεσολάβηση μυκήτων ή εντόμων. Η κ. της μουριάς …   Dictionary of Greek

  • μηλιά — Ένα από τα γνωστότερα οπωροφόρα δέντρα, που καλλιεργείται στις εύκρατες περιοχές του βόρειου κυρίως ημισφαιρίου πολύαριθμες, πάνω από χίλιες, είναι οι εμπορεύσιμες ποικιλίες του και ακόμα μεγαλύτερος ο αριθμός που αντιπροσωπεύει τις υποποικιλίες… …   Dictionary of Greek

  • μηλοροδακινιά — η ποικιλία τού δένδρου ροδακινιά που παράγει καρπούς λείους και όχι χνουδωτούς …   Dictionary of Greek

  • περσικία — ἡ, ΜΑ [περσικός] η ροδακινιά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”